- προσορμώ
- (I)προσορμῶ, -έω, ΝΑ [πρόσορμος](αμτβ.) εισέρχομαι σε όρμο για αγκυροβόληση, προσορμίζομαι, αγκυροβολώνεοελλ.είμαι αγκυροβολημένος σε όρμο.————————(II)-άω, Α [ὁρμῶ (Ι)]ορμώ προς κάποιον ή κάτι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.